-
1 ακολουθία
ακολουθία ηцерковная служба, чинопоследование богослужения:Этим.дргр. < ακόλουθος «следующий (за), сопутствующий» -
2 обедня
-и θ.θεία μυσταγωγία λειτουργία•служить -го ιερουργώ, λειτουργώ•
заупокоиная обедня επιμνημόσυνη λειτουργία νεκρώσιμη ακολουθία•
ранняя обедня εωθινή ακολουθία•
поздняя обедня ολονυχτία, ολονύχτια ακολουθία.
εκφρ.испортить (всю) -ю кому – (απλ.) χαλώ (όλη) την υπόθεση κάποιου, ματαιώνω (όλα)τα σχέδια. -
3 νεκρώσιμος
ος, ο[ν] похоронный, погребальный;νεκρώσιμη ακολουθία — отпевание
-
4 εξοδιαστικό
εξοδιαστικό τοΗ εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > εξοδιαστικό
-
5 νεκρώσιμος
νεκρώσιμος, -η, -οпохоронный, погребальный;ΦΡ.νεκρώσιμη ακολουθία η — отпевание, последование погребения – церковная служба, состоящая из псалмов, гимнов и тропарей, которые поются на погребении христианинаΗ εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > νεκρώσιμος
-
6 обряд
-а α.τελετή, τελετουργία -ιεροτελεστία•свадебный обряд γαμήλια τελετή•
похоронный обряд επικήδεια τελετή νεκρώσιμη ακολουθία.
|| τύπος, συνηθισμένη τάξη, σειρά. -
7 отпевать
-
8 отпетый
επ. από μτχ.πεθαμένος, νεκρός, μη υπάρχων πιά (ψαλμένος με νεκρώσιμη ακολουθία). || αδιόρθωτος• εμμανής, μανιώδης•лентяй αδιόρθωτος τεμπέλης•
отпетый пьяница αθεράπευτος μεθύστακας.
|| τολμηρός, παράτολμος, απόκοτος, ριψοκίνδυνος. -
9 отпеть
-пою, -пошь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отпетый, βρ: -пет, -а, -о ρ.σ.μ. κ. αμ.1. τελειώνω το τραγούδι ή το κελάηδημα.2. τραγουδώ.3. ψάλλω νεκρώσιμη ακολουθία, ψάλλω νεκρόν.4. ψάλλω•отпеть молебен ψάλλω δέηση.
-
10 погребальный
επ.πένθιμος• επικήδειος• νεκρώσιμος•погребальный звон πένθιμη κωδωνοκρουσίαпогребальныйое шествие ή -ая процессия πομπή, κηδεία• погребальный - обряд νεκρώσιμη ακολουθία•
-ые дроги η νεκροφόρα•
погребальный марш πένθιμο εμβατήριο.
-
11 похоронный
επ.της κηδείας, επικήδειος νεκρικός•-ая процессия η κηδεία (πομπή)•
обряд η νεκρώσιμη ακολουθία.
|| πένθιμος•-марш πένθιμο εμβατήριο.
|| νεκρικός, του νεκρού•-ые дроги η νεκροφόρα•
похоронный вид (μτφ.) η νεκρική όψη.
(στρατ.) ειδοποιητήριο για το θάνατο.
См. также в других словарях:
ακολουθία — Η συμφωνία σε κάτι· η συντακτική συμφωνία στον λόγο, σε αντίθεση με την ανακολουθία· η λογική σειρά· το αποτέλεσμα, το συμπέρασμα. (θεολ.) Στην εκκλησιαστική γλώσσα σημαίνει την τέλεση των διαφόρων ιεροπραξιών στον ναό με ορισμένη τυπική διάταξη … Dictionary of Greek
εξοδιαστικός — ἐξοδιαστικός, ή, όν (Μ) [εξοδιαστής] 1. αυτὸς που ανήκει στη νεκρώσιμη ακολουθία («ἐξοδιαστικὸν ἆσμα») 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐξοδιαστικόν η νεκρώσιμη ακολουθία … Dictionary of Greek
νεκρώσιμος — η, ο (ΑΜ νεκρώσιμος, ον) [νέκρωσις] αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει σε νεκρό («νεκρώσιμη ακολουθία» ειδική ιερή ακολουθία που αποτελείται από κατανυκτικά τροπάρια, ευχές και ψαλμούς και τελείται κατά την κηδεία νεκρού) νεοελλ. 1. νεκρικός… … Dictionary of Greek
ρέκβιεμ — (αιτιατική της λατινικής λέξης «requies» που σημαίνει «ανάπαυση»). Στη λειτουργική της Λατινικής Εκκλησίας ο όρος δηλώνει νεκρώσιμη ακολουθία, που αρχίζει με τις λέξεις «requiem aeternam dona eis...» («ανάπαυσιν αιώνων δος αυτοίς...»). Υπάρχουν… … Dictionary of Greek
άψαλτος — η, ο (Μ ἄψαλτος, ον) 1. αυτός που δεν έχει ψαλεί 2. εκείνος που δεν του έχει ψαλεί νεκρώσιμη ακολουθία, ο αδιάβαστος μσν. (για τόπο) αυτός στον οποίο δεν τελέστηκε λειτουργία, ο αλειτούργητος … Dictionary of Greek
ακέρωτος — (I) ἀκέρωτος, ον (Α) ο άκερος*. (II) η, ο 1. αυτός που δεν έχει αλειφθεί με κερί 2. αυτός που θάφτηκε χωρίς ν ανάψουν κεριά, δηλ. χωρίς να διαβαστεί η νεκρώσιμη ακολουθία 3. εκείνος που δεν έχει πάρει το χρώμα τού κεριού 4. όποιος δεν έχει… … Dictionary of Greek
αμακάριστος — η, ο [μακαριστός] 1. αυτός που δεν μακαρίστηκε ή δεν είναι άξιος μακαρισμού 2. αυτός που θάφτηκε άψαλτος, χωρίς νεκρώσιμη ακολουθία … Dictionary of Greek
ανεξόδιαστος — η, ο 1. βλ. ανεξόδευτος 2. (για νεκρό) εκείνος για τον οποίο δεν έγινε η νεκρώσιμη ακολουθία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανε * στερ. + ξοδιάζω «δαπανώ, κάνω εκφορά νεκρού»] … Dictionary of Greek
αξόδιαστος — (I) η, ο 1. ο αξόδευτος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξοδιάζω «ξοδεύω»]. (II) η, ο αυτός που θάφτηκε χωρίς ξόδι, που δεν του έγινε νεκρώσιμη ακολουθία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξοδιάζω «κηδεύω»] … Dictionary of Greek
διαβάζω — (Μ διαβάζω) Ι. 1. αναγνωρίζω γραπτά σύμβολα 2. (για ιερείς) απαγγέλλω λειτουργικό κείμενο νεοελλ. 1. κάνω ανάγνωση ενός κειμένου είτε νοερά είτε με απαγγελία 2. μελετώ 3. διδάσκω σε κάποιον ανάγνωση 4. προγυμνάζω μαθητή 5. συμβουλεύω, νουθετώ 6.… … Dictionary of Greek
μνημονεύω — (ΑΜ μνημονεύω, ΜΝ και μνημονεύγω και μνημονεύκω) [μνήμων] 1. διατηρώ ή ανακαλώ στη μνήμη μου, σκέπτομαι κάποιον ή κάτι («ἦ μνημονεύεις οὖν ἅ σοι παρῄνεσα;», Σοφ.) 2. ανακαλώ στη μνήμη κάποιου, αναφέρω σε κάποιον κάτι, υπενθυμίζω («ἀληθῆ μέντοι… … Dictionary of Greek